- αδιαπαιδαγώγητος
- -η, -ο [διαπαιδαγωγώ]αυτός που δεν διαπαιδαγωγήθηκε ή που δεν είναι δυνατόν να διαπαιδαγωγηθεί, να τού δοθεί η κατάλληλη αγωγή, αμόρφωτος, απαίδευτος, απολίτιστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αδιαπαιδαγώγητος — η, ο αυτός που δεν έχει διαπαιδαγωγηθεί, δεν έχει μορφωθεί: Ο λαός της αρχαίας Σπάρτης ήταν πολιτικά αδιαπαιδαγώγητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)